περόνιασμα

περόνιασμα
το, Ν [περονιάζω]
1. η διατρύπηση με πιρούνι
2. το έντονο αίσθημα κρύου ή υγρασίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περόνιασμα — το, ατος 1. το τρύπημα με πιρούνι. 2. η προσβολή από την υγρασία: Τρομερό περόνιασμα κάνει το κρύο σήμερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πιρούνιασμα — το, Ν [πιρουνιάζω] το περόνιασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”